- πυρίχαλκον
- τὸ, Α1. είδος χάλκινου εργαλείου για κοπή2. χάλκινο κύπελλο κατάλληλο για αφαίμαξη, είδος χάλκινης βεντούζας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -χαλκον (< χαλκός)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρίχαλκον — cupping instrument neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)